- ρύακας
- ο / ῥύαξ, -ακος, ΝΑνεοελλ.το ρυάκιαρχ.1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ.β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν τόπων ὑπὸ τοῡ καλουμένου ῥύακος», Θεόφρ.)3. λειωμένο μέταλλο που ρέει («ῥύακας γενέσθαι πολλοὺς ἀργύρου καθαροῡ», Θεόφρ.)4. μτφ. (στον Αριστοτ.) οι μαστοί τού δελφινιού («ἔχει δ' οὐχ ὥσπερ τὰ τετράποδα ἐπιφανεῑς θηλὰς ἀλλοἷον ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῑ», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- τού ῥέω + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. πῖδ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.